- ὁμοφραδής
- ὁμο-φρᾰδής, ές,A similar-sounding,
ἦχος EM221.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἦχος EM221.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοφραδής — ὁμοφραδής, ές (Α) 1. αυτός που ομιλεί μαζί ή, κατ άλλους, αυτός που ηχεί με όμοιο τρόπο («ὁμοφραδὴς ἦχος», ΕΜ) 2. σύμφωνος, ομόφωνος, τής ίδιας γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φραδής (< *φράδος < φράζω «μιλώ»), πρβλ. ολιγο φραδής, πολυ… … Dictionary of Greek
ὁμοφραδοῦς — ὁμοφραδής similar sounding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοφραδέες — ὁμοφραδής similar sounding masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοφραδέων — ὁμοφραδής similar sounding masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek